Κάνωπος

Κάνωπος
Κάνωβος
of Canopus
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κάνωπος ή Κάνωβος — Αρχαία πόλη της Αιγύπτου (ΒΑ της Αλεξάνδρειας), τα ερείπια της οποίας βρίσκονται κοντά στο Αμπουκίρ. Ήταν κυρίως γνωστή ως τόπος διαμονής των πλούσιων Αιγυπτίων και ως τόπος προσκυνήματος στον τοπικό ναό και μαντείο του Σέραπη. Με την Αλεξάνδρεια …   Dictionary of Greek

  • Canóbvs — CANÓBVS, oder, welches einerley ist, Canopus. i, Gr. Κάνωβος, oder Κάνωπος, ου, des Menelaus Steuermann, als solcher von Troja zurück gieng, der aber in Aegypten von einer Otter gebissen wurde, daß er starb, worauf ihn Menelaus daselbst begraben… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Kanopus (Ägypten) — Kanopus in Hieroglyphen …   Deutsch Wikipedia

  • КАНОБ —    • Canōbus,          Κάνωβος, также Κάνωπος, Canopus, город в Нижнем Египте, лежавший в 120 стадиях к северо востоку от Александрии, при устье Нила, носившем его имя; посредством канала он был соединен с Александрией и Мареотидским озером. До… …   Реальный словарь классических древностей

  • Каноп (мифология) — У этого термина существуют и другие значения, см. Каноп. Каноп (Каноб, др. греч. Κάνωβος или Κάνωπος)  персонаж древнегреческой мифологии. Кормчий Менелая. Умер в Египте, его именем назван город Каноб[1] и остров, омываемый Нилом[2]. Также… …   Википедия

  • Canopvs — CANOPVS, i, Gr. Κάνωπος, ου, ist einerley mit vorhergehendem Canóbus …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • κανωβικός — και κανωπικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Κάνωβο ή Κάνωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κάνωβος (ή Κάνωπος), αρχ. πόλη τής Αιγύπτου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”